κατακληρώ

κατακληρώ
κατακληρῶ, -όω (Α)
1. μοιράζω κάτι με κλήρο
2. μέσ. κατακληροῡμαι, -όομαι
α) παίρνω ως μερίδιό μου («τὰ δ' ἐκεῑ πάντα πράγματα Φαρνάκης κατεκληρώσατο», Πλούτ.)
β) συντελώ ώστε να χάσει κάποιος σε κλήρωση («ὃv ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κληρῶ «μοιράζω με κλήρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκατακληρώ — όω, Α απονέμω επί πλέον ή και εγώ ως κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακληρῶ «μοιράζω με κλήρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”